- έκκρουση
- η (Α ἔκκρουσις)απώθηση, εξώθηση με κρούσηαρχ.έκπτωση λογαριασμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκκρούσῃ — ἐκκρούσηι , ἔκκρουσις beating out fem dat sg (epic) ἐκκρούω knock out aor subj mid 2nd sg ἐκκρούω knock out aor subj act 3rd sg ἐκκρούω knock out fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφοφάς — και αδερφοφάς, ο βλ. αδελφοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αδελφοφάγος > αδελφοφάος (με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ) > αδελφοφάς (με έκκρουση τού ο μετά το α)] … Dictionary of Greek
γητεύω — 1. γοητεύω, μαγεύω 2. θεραπεύω με γητειές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως γητεύω < *γογητευω (με αποβολή τής πρώτης συλλαβής γο που παρετυμολογικά εκλήφθηκε ως η προσωπική αντωνυμία [ε]γώ) < γοητεύω, με ανάπτυξη τού ημιφωνικού στοιχείου γ… … Dictionary of Greek
εκκρουστικός — ή, ό (Α ἐκρουστικός, ή, όν) αυτός που συντελεί σε έκκρουση, σε απώθηση … Dictionary of Greek
ηστία — ἡστία, ἡ (Μ) (αντί ἑστία) πυρά, φωτιά, κν. στια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μσν. τ. τού εστία*, πιθ. από επίδραση τού άρθρου (< η εστία), που ως ισχυρότερο φωνήεν μπορούσε να οδηγήσει σε αποβολή (έκκρουση) τού ασθενούς φωνήεντος ε ] … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
μακρομερίζω — (Μ μακρομερίζω) χάνω τον καιρό μου, χασομερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακροημερίζω με έκκρουση τού άτονου η < μακροήμερος] … Dictionary of Greek